-
1 различный
различный διαφορετικός (неодинаковый)' διάφορος, ποικίλος (разнообразный)* * *διαφορετικός ( неодинаковый); διάφορος, ποικίλος ( разнообразный) -
2 разнообразный
-
3 разный
επ.1. διάφορος, διαφορετικός-разныйые мнения, вкусы διάφορες γνώμες, διαφορετικά γούστα•это две вещи -ые αυτό είναι δυο διαφορετικά πράγματα•
-ые способы διάφοροι τρόποι.
2. ποικίλος, πολύμορφος, πολυειδής.3. άλλος, ξεχωριστός•они разошлись в разныйые стороны αυτοί χώρισαν προς διάφορες κατευθύνσεις.
|| παντοειδής, κάθε λογής, παντοδαπός• ποικίλος.ουσ. ουδ. -ое διάφορα πράγματα•они говорили о -ом αυτοί μιλούσαν για διάφορα πράγματα,
-
4 Complex
adj.P. and V. ποικίλος, πολύπλοκος.Hard to understand: P. and V. ἀσαφής, ἄδηλος, ποικίλος, V. δυσμαθής, δυστέκμαρτος, ἄσημος, ἀξύμβλητος, ἄσκοπος, δυσεύρετος.Make complex: P. and V. ποικίλλειν.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Complex
-
5 Cunning
adj.P. and V. ποικίλος (Plat.), πανοῦργος, ἐπίτριπτος, πυκνός (Plat.), διπλοῦς (Plat.), Ar. and V. δόλιος, αἱμύλος (once in Plat.).V. παλιντριβής, μηχανορράφος.fem. adj., V. δολῶπις; see also Skilful.——————subs.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Cunning
-
6 Deep
adj.A deep cut: P. βαθὺ τμῆμα (Plat.).Abstruse: P. and V. ποικίλος, πολύπλοκος.Cunning: P. and V. ποικίλος, πυκνός.Wise: P. and V. σοφός.Of sorrow, etc.: use P. and V. πολύς.Deep silence: P. and V. πολλὴ σιωπή.Deep and dark: V. μελαμβαθής.Deep-flowing: V. βαθύρρους.Deep-rooted: lit., V. βαθύρριζος; met.,To draw up one's line four deep: P. ἐπὶ τεσσάρων τάσσεσθαι (mid.) (Thuc. 2, 90).The Thebans arranged their line twenly-five shields deep: ἐπʼ ἀσπίδας πέντε μὲν καὶ εἴκοσι Θηβαῖοι ἐτάξαντο (Thuc. 4, 93).The Athenians having their ships drawn up one deep: P. οἱ Ἀθηναῖοι κατὰ μίαν ναῦν τεταγμένοι (Thuc. 2, 84).Deep down in: P. and V. ὑπό (gen.).——————subs.Deeps: Ar. and V. βύθος, ὁ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Deep
-
7 разный
1. (неодинаковый, непохожий) διάφοροςδιαφορετικός2. (не один и тот же, иной, другой) διαφορετικόςανόμοιος3. (разнообразный) ποικίλος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разный
-
8 пестрый
пестр||ыйприл1. παρδαλος, ποικιλό-χρους, ποικιλόχρωμος:\пестрыйые краски τά παρδαλά χρώματα, τά ζωηρά χρώματα· \пестрыйая вышивка τό πλούμισμα· \пестрыйая одежда τά φανταχτερά φορέματα·2. (разнородный) ποικίλος, παρδαλος, ἀνομοιόμορφος, ἀνακατωμένος:\пестрыйая толпа κάθε καρυδιάς καρύδι. -
9 различный
разли́чн||ыйприл1. (неодинаковый) διαφορετικός, διάφορος:\различныйые мнения о( διάφορες γνώμες·2. (разнообразный, всевозможный) διάφορος, ποικίλος, ποικιλο-μορφος, πολυειδἡς:самыми \различныйыми способами με τους κιό διαφορετικούς τρόπους. -
10 разнообразный
разнообраз||ныйприл ποικίλος, ποικιλόμορφος, λογής-λογής:здесь собрались самые \разнообразныйные люди ἐδώ μαζεύτηκαν διάφοροι ἄνθρωπον \разнообразныйные впечатления οἱ ποικίλες ἐντυπώσεις. -
11 разный
разн||ыйприл διάφορος, διαφορετικός, ἀνόμοιος/ ποικίλος (разнообразный):\разныйые сведения οἱ διάφορες ἐΙδήσεις· они \разныйые люди εἶναι διαφορετικοί ἀνθρωποι· \разныйого вида λογής-λογής, παντός είδους, κάθε λογής· в \разныйое время σέ διαφορετικές ὠρες, σέ διαφορετικό χρόνο· под \разныйыми предлогами μέ διάφορες προφάσεις. -
12 diverse
-
13 разнообразный
[ραζνααμπράζνυϊ] εκ. ποικίλος -
14 разнообразный
[ραζνααμπράζνυϊ] επ ποικίλος -
15 различный
επ., βρ: -чен, -чна, -чно.1. διαφορετικός, διάφορος•у нас -ые мнения έχομε διαφορετικές γνώμες.
2. διαφόρων ειδών, κάθε είδους, λογής-λογής, παντοειδής, ποικίλος•-ыми предлогами με διάφορες προφάσεις•
-ым образом με διαφορετικούς τρόπους•
-ые цвета ποικίλα χρώματα.
-
16 разнообразить
-
17 разнообразный
επ., βρ: -зен, -зна, -зноποικίλος, διάφορος, διαφόρων ειδών, παντός είδους, παντοειδής, κάθε λογής, ποικιλόμορφος•очень разнообразный πολυποίκιλος.
-
18 разношёрстный
κ. разношерстыйεπ.1. ποικιλόχρωμος (το τρίχωμα).2. μτφ. διαφορετικός, ποικίλος. -
19 раскраска
-и θ.χρωμάτισμα, βάψιμο•пс-трая раскраска παρδαλός (ποικίλος) χρωματισμός.
|| διάκοσμος έγχρωμος. -
20 расцветка
-и θ.1. στόλιση, -σμός.2. χρωματισμός, συνδυασμός χρωμάτων•пёстрая расцветка ποικίλος (παρδαλός) χρωματισμός.
См. также в других словарях:
ποικίλος — many coloured masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλος — η, ο / ποικίλος, η, ον, ΝΜΑ αυτός που εμφανίζει πολλές και διαφορετικές μορφές, που είναι διαφόρων ειδών, ο πολύμορφος 2. αυτός που έχει διαφόρων ειδών χρώματα, ο ποικιλόχρωμος, κατάστικτος (α. «ποικίλοι χρωματισμοί» β. «ἡ μὲν... σμύραινα… … Dictionary of Greek
ποικίλος — η, ο διάφορος, πολύμορφος: Στον κήπο μας έχουμε ποικίλα άνθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ποικιλώτερον — ποικίλος many coloured adverbial comp ποικίλος many coloured masc acc comp sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλα — ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc pl ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc/acc dual ποικίλᾱ , ποικίλος many coloured fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτάτων — ποικίλος many coloured fem gen superl pl ποικίλος many coloured masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτέραις — ποικίλος many coloured fem dat comp pl ποικιλωτέρᾱͅς , ποικίλος many coloured fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλωτέρων — ποικίλος many coloured fem gen comp pl ποικίλος many coloured masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλώτατα — ποικίλος many coloured adverbial superl ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικιλώτατον — ποικίλος many coloured masc acc superl sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ποικίλον — ποικίλος many coloured masc acc sg ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)